Μεθοδολογία

Το έργο θα χρησιμοποιήσει μια ερευνητική προσέγγιση εκπαιδευτικού σχεδιασμού, η οποία επιδιώκει «να αυξήσει τη συνάφεια της εκπαιδευτικής έρευνας για εκπαιδευτικές πολιτικές και πρακτικές» (van den Akker, Gravemeijer, McKenney & Nieveen 2006: p3). Το έργο είναι παρεμβατικό, αποσκοπώντας στο σχεδιασμό μιας παρέμβασης σε ένα πραγματικό σχολικό περιβάλλον. Έχει πρακτικό προσανατολισμό, καθώς αξιολογείται με βάση τη πρακτικότητα του για τους χρήστες σε πραγματικά περιβάλλοντα. Είναι διαδραστικό και βασίζεται σε μια κυκλική προσέγγιση προς το σχεδιασμό, την αξιολόγηση και την αναθεώρηση, μεγιστοποιώντας έτσι τη πρακτική συνάφεια. Το έργο έχει θεωρητικό προσανατολισμό, καθώς ο σχεδιασμός βασίζεται στη θεωρία και η θεωρία μεταβάλλεται μέσω της εμπειρίας του να τη θέτουμε σε πράξη.

Όσον αφορά την ερευνητική προσέγγιση εκπαιδευτικού σχεδιασμού, το πρώτο βήμα θα είναι η ανάπτυξη μιας θεωρίας καινοτομίας, με βάση το Οικοσύστημα και το Μεθοδολογικό Πλαίσιο . Θα συλλέξουμε στοιχεία αναφορικά με το τι δουλεύει έμπρακτα μέσω της λήψης συνεντεύξεων από έμπειρους επαγγελματίες και θα τα αναλύσουμε, χρησιμοποιώντας την Εμπειρικά Θεμελιωμένη Θεωρία (Thornberg 2012, Themelis 2014) και θα το συνδυάσουμε με στοιχεία, τα οποία αναφέρονται στη βιβλιογραφία, από θεωρητικής και πρακτικής πλευράς. Η προσέγγιση παράγει ένα μοντέλο, το οποίο έχει δημιουργηθεί από τη διττή διαδικασία ενός εκ των κάτω προς τα πάνω προσδιορισμού του «τι δουλεύει» στη πράξη και ενός εκ των άνω προς τα κάτω προσδιορισμού του «τι εισηγείται η έρευνα». Η νέα αυτή θεωρία βέλτιστης πρακτικής θα αποτελέσει κομμάτι του περιεχομένου που θα αναπτυχθεί και θα διδαχθεί στους συμμετέχοντες, μέσω της Πολυλειτουργικής και Διαδραστικής Πλατφόρμας- Ανοικτός εκπαιδευτικός ηλεκτρονικός πόρος και ηλεκτρονικός πόρος προγράμματος κατάρτισης, μαζί με παραδείγματα βέλτιστων πρακτικών και αξιολογήσεις για δασκάλους/καθηγητές και εκπαιδευτές. Επίσης, θα υιοθετήσουμε μια δικτυωμένη μαθησιακή προσέγγιση, στα πλαίσια της οποίας οι τεχνολογίες πληροφόρησης και επικοινωνιών θα χρησιμοποιούνται για να προωθήσουν τη σύνδεση μεταξύ μαθητευόμενων (ομάδες στόχος), μεταξύ μαθητευόμενων και παιδαγωγών και εντός μια μαθησιακής κοινότητας και των πόρων της (Goodyear et al 2004). Ως αποτέλεσμα αυτού, θα προωθηθεί μια υποστηρικτική μαθησιακή κοινότητα, ώστε να στηριχθούν η επαναχρησιμοποίηση και η βιωσιμότητα των πόρων πέραν της ημερομηνίας τερματισμού του έργου.